- ἀνοιμωκτί
- ἀνοιμωκτίwithout need to wailindeclform a̱priv (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοιμωκτί — ἀνοιμωκτί επίρρ. (Α) [ανοίμωκτος] 1. δίχως θρήνους 2. χωρίς τιμωρία … Dictionary of Greek